κανονίου

κανονίου
κανόνιον
small bar
neut gen sg
κανονίας
one as straight as a
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπομπάρδα — και μπουμπάρδα, η (Μ μπομπάρδα και μπουμπάρδα) 1. πολεμική μηχανή 2. οξύπρυμνο ιστιοφόρο μσν. 1. είδος τηλεβόλου 2. συνεκδ. η βολή όπλου ή κανονιού, κανονιά 3. βλήμα όπλου ή κανονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bombarda] …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • ευάγγελος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεός ή ήρωας της Εφέσου. Συνδέεται με την αρχαιότερη λατρεία του Πιξωδάρου, για τον οποίο, όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος, ήταν βοσκός και ανακάλυψε ορυχείο μαρμάρου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην οικοδόμηση του… …   Dictionary of Greek

  • κανονιά — η [κανόνι] 1. βολή πυροβόλου, κανονιού 2. συνεκδ. βροντή, κρότος βολής πυροβόλου 3. μτφ. χρεωκοπία οικονομική 4. μτφ. αποτυχία μαθητή, απόρριψη …   Dictionary of Greek

  • λουμπαρδιά — η (Μ λουμπαρδέα και λουμπαρδιά) [λουμπάρδα]·1. κανονιοβολισμός, κανονιά 2. βλήμα κανονιού, οβίδα …   Dictionary of Greek

  • μπάλα — η (Μ μπάλα και πάλα) 1. ελαστική σφαίρα που χρησιμοποιείται σε παιδικά και αθλητικά παιχνίδια, τόπι («η μπάλα τού μπάσκετ») 2. βλήμα φορητού πυροβόλου όπλου, σφαίρα, βόλι («οπού έχει δύο αγαπητικές, νά χει σαράντα μαχαιριές, κι οπού δεν έχει ούτε …   Dictionary of Greek

  • μπούκα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (15 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. 2. Οικισμός (36 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερινεού. * * * η 1. σήραγγα, υπόνομος 2. στόμιο, ιδίως πυροβόλου, υπονόμου… …   Dictionary of Greek

  • προστοίχιος — α, ο, Ν 1. αυτός που είναι στραμμένος προς τον τοίχο 2. φρ. «προστοίχια στερέωση» είδος στερέωσης τών παλαιών πυροβόλων τών ιστιοφόρων πλοίων κατά την οποία το στόμιο τού κανονιού στηριζόταν στο τοίχωμα τού σκάφους και τό συγκρατούσαν στη θέση… …   Dictionary of Greek

  • γκραν κάσα — Μουσικό κρουστό όργανο με αμετάβλητο ήχο. Αρχικά τη χρησιμοποιούσαν στις μουσικές μπάντες για να κρατάει τον ρυθμό. Από το δεύτερο όμως μισό του 18ου αι. καθιερώθηκε ως όργανο της συμφωνικής ορχήστρας, οπότε και κέντρισε τη φαντασία των συνθετών… …   Dictionary of Greek

  • Ζαχαρίας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατέρας του Ιωάννη του Πρόδρομου, ιερέας στον ναό της Ιερουσαλήμ, όταν ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας ο Ηρώδης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ενώ εφημέρευε στον ναό, είδε σε όραμα τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”